36 και κάτι χρόνια σε αυτή τη χώρα. 33 χρόνια σε αυτή τη πόλη.3 χρόνια με έντονες τάσεις φυγής… και ακόμη εδώ!

Ονειρεύεσαι πως βρίσκεσαι στην ομορφότερη χώρα του κόσμου. Σε ένα τοπίο που μπορεί να συνδυάσει βουνό και θάλασσα. Σε ένα, μόλις, 38 πόδια σκαρί που ο άνεμος του δίνει ώθηση και εσύ (ταπεινέ μου Νίκο) νομίζεις πως το πάς! Είσαι σε ένα bar με φίλους και “φίλους” και τα πίνεις… σβήνεις όχι “με whiskey τα δικά σου [Ελλάδα μου] τα σημάδια] αλλά με tequila, ενώ μέσα σου ποθείς ένα μπουκάλι ούζο και ψαρόμεζε… ταπεινέ μου Νίκο!

Χαμογελάς, αστειεύεσαι και ζεις… ζείς όμορφα. Δεν έχεις Cayenne, δεν έχεις BMW και το Opel πρόλαβες και το πούλησες πριν η τιμή του φτάσει εκείνη της… ντομάτας! Χρωστάς… αλλά όχι πολλά, γιατί θέλεις να κάνεις και κανα ταξίδι, να δεις εκεί στις… αντίπερα όχθες του Ατλαντικού πως τη βλέπουν τη ζωή. Δουλεύεις και ζεις τη κάθε στιγμή της δουλειάς σου… φτάνει να είναι δημιουργική και όταν κλείνεις τη πόρτα του γραφείου, κατεβάζεις και τον διακόπτη, μια και το σπίτι θέλει εσένα πίσω… όχι το γραφείο…

Μπουμ! Το μπαλόνι σκάει και το περιεχόμενο του δεν είναι αέρας κοπανιστός αλλά αέρας βρώμικος, που σε πνίγει…

Αντρέας Παπανδρέου, Μιλτιάδης Έβερτ, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, “Αγκαλίτσας”, Κώστας Σημίτης, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Γιώργος Παπανδρέου.

Τα κεφάλια, οι λαοπλάνοι, τα λιγούρια της εξουσίας, η πανώλή της Ελλάδας… Από το “Τσοβόλα δώστα όλα” στο “Λεφτά υπάρχουν” στο “Δεν θα γίνουμε Ινδία”… Πράγματι μικρέ, ελάχιστε, αχρηστε να κυβερνήσεις Γιωργάκι, Ινδία δε θα γίνουμε. Είμαστε πλέον μια κατηγορία από μόνοι μας. Ενά περιθωριοποιημένο “μαγαζάκι” στις ορέξεις των δυνατών.

Από Ελλαδιστάν όπου όλοι θέλαμε θέση στο Δημόσιο, θέλαμε να παρκάρουμε όπου γουστάρουμε και τις κλήσεις να τις σβήνει ο γνωστός του γνωστού… ω! γνωστέ!. Στη Μιζερούπολη όπου το μπεντό είναι πιο λευκό από τη ψυχή μας, πιο πλούσιο από τη τσέπη μας και πιο όρθιο από την υπερηφάνιά μας. Και τέλος στην Αθηναμπαντάντ, τη πόλη των σκουπιδιών και των “σκουπιδιών”. Στη πόλη που ο συνδικαλιστής κατάφερε να είναι πιο δυνατός από τον δημοσιογράφο. Ο εργατοπατέρας να καθορίζει τη δική μου τη ζωή, διότι το ΕΓΩ δεν αγανάκτησε ΠΟΤΕ, έμεινε σταθερό στις απόψεις του. Έγινε αυτό, που ο φίλος (και πορωμένος με το tweeter) Χάρυ Κλυνν έλεγε στο http://bit.ly/nFWFi0 

Δεν είμαι κάτι το φοβερό. Οι δυνατότητές μου είναι αρκετές αλλά δε παύω να έχω 2 χερια και 2 πόδια, 1 μυαλό (πρωί-μεσημέρι-βράδυ) και 1 καρδιά που ακόμη χτυπά. Όταν όμως ακούω από τους τριγύρω μου “άντε και γρήγορα με ένα παιδάκι”, τότε το μυαλό γίνεται πόδι και το χέρι κεφάλι και χάνεται η όποια σύνδεση με τον κόσμο. Αν το παιδί είχε συναίσθηση από όταν βρισκόταν στη κοιλιά της μάνας του, πιό πιθανό να αυτοκτονούσε πριν βγει, διότι μετά το πρώτο κλάμα ο Jefry θα τον φορολογούσε για τη πάνα που θα αλλάξει και το μπιμπερό που θα χρησιμοποιήσει… και μη ξεχνάμε πως μετά το πρώτο ουά! θα ακολουθούσαν και άλλα πολλά, διότι όταν χρωστάς με το καλημέρα χιλιάδες ευρώ η αντίδραση που έχει κάποιος είναι είτε πολλάπλά ουά ή πολλαπλά εγκεφαλικά!

Υπάρχει Σωτηρία;… Η Μπέλλου δε ζει πια και ήταν η μόνη Σωτηρία που με έκανε να χαμογελάσω, να τραγουδάω και να ζω… ακόμη κι όταν με μελαγχολούσε. Η δεύτερη καλύτερη Σωτηρία είναι μέσα μας. Πρέπει να εξωτερικευφθεί όχι με… αγανάκτηση (δήθεν Έλληνες) αλλά με ουσία, με κότσια και με αίσθηση της Ευθύνης απέναντι όχι στο “παιδί” του καθενός αλλά στο “παιδί” του απέναντι. Όχι στο κάψιμο για τη διατήρηση της δικής μας καρέκλας αλλά και για του απέναντι. Δύσκολο να το νιώσεις αυτό! Αλλά στη ζωή πλέον τίποτα δεν είναι εύκολο.

Μαγγούρα αγαπητοί μου! Όχι όπως την έδειχνε ο Σκούταρης στο νησί της Ύδρας, στη ταινία “Τζένη – Τζένη”. Μαγγούρα με την έννοια της συνετής συμμετοχής και τις διάθεσης να καθαρίσεις τη βρωμία. Να πολεμήσεις πρώτα τον εαυτό σου και μετά τους καρεκλοκένταυρους της σημερινής Ελλάδας. Να γίνεις εν τέλει ο Μαυρογυαλούρος στο τέλος της ταινίας. Εκείνος που διέκρινε το σάπιο. Βέβαια να μη μείνεις μόνο στο να ξεχωρίσεις το καλό από το κακό, αλλά και να αποβάλλεις δια παντώς αυτό το κακό από δίπλα σου, από δίπλα από τον συνάνθρωπό σου!

Ουτοπικές σκέψεις από έναν κουρασμένο Αθηναίο!